↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κομποθέκλα οι Κομποθέκλες
      γενική της Κομποθέκλας
    αιτιατική την Κομποθέκλα τις Κομποθέκλες
     κλητική Κομποθέκλα Κομποθέκλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
Κομποθέκλα < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κομποθέκλα θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία


  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
Κομποθέκλα < γενική ενικού του αρσενικού Κομποθέκλας

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κομποθέκλα θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές

επεξεργασία


  Ετυμολογία 3

επεξεργασία
Κομποθέκλα: κλιτικοί τύποι

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

επεξεργασία

Κομποθέκλα αρσενικό ή θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του Κομποθέκλας (ανδρικό επώνυμο)
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του Κομποθέκλα (τοπωνύμιο)