Κομποθέκλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κομποθέκλα | οι | Κομποθέκλες |
γενική | της | Κομποθέκλας | — | |
αιτιατική | την | Κομποθέκλα | τις | Κομποθέκλες |
κλητική | Κομποθέκλα | Κομποθέκλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- Κομποθέκλα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚομποθέκλα θηλυκό
- χωριό της Ελλάδας στην Αιτωλοακαρνανία, στην περιοχή του Βάλτου, κοντά στην Αμφιλοχία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Κομποθέκλα
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- Κομποθέκλα < γενική ενικού του αρσενικού Κομποθέκλας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚομποθέκλα θηλυκό, άκλιτο
- (σπάνιο) γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Κομποθέκλας
Μεταγραφές
επεξεργασία
Ετυμολογία 3
επεξεργασία- Κομποθέκλα: κλιτικοί τύποι
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΚομποθέκλα αρσενικό ή θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του Κομποθέκλας (ανδρικό επώνυμο)
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του Κομποθέκλα (τοπωνύμιο)