Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κομποθέκλας οι Κομποθέκλες
Κομπόθεκλαίοι
      γενική του Κομποθέκλα των
Κομπόθεκλαίων
    αιτιατική τον Κομποθέκλα τους Κομποθέκλες
Κομπόθεκλαίοι
     κλητική Κομποθέκλα Κομποθέκλες
Κομπόθεκλαίοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σίνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κομποθέκλας < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Κομποθέκλας αρσενικό (θηλυκό Κομποθέκλα)

Μεταγραφές επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Κομποθέκλας αρσενικό ή θηλυκό

  1. ονομαστική ενικού του Κομποθέκλας (ανδρικό επώνυμο)
  2. γενική ενικού του Κομποθέκλα (τοπωνύμιο)