Κολιάτσος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κολιάτσος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /koˈʎa.t͡sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐λιά‐τσος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚολιάτσος αρσενικό (θηλυκό Κολιάτσου)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Κολιάτσος στη Βικιπαίδεια