Κολιάτσου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κολιάτσου < γενική ενικού του αρσενικού Κολιάτσος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /koˈʎa.t͡su/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐λιά‐τσου
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚολιάτσου θηλυκό άκλιτο
Εκφράσεις
επεξεργασία- Παγκράτι-Κολιάτσου: χρησιμοποιείται όταν κάποιος κάνει μεγάλα ταξίδια συχνά, με την έννοια ότι το έχει κάνει κάτι πολύ κοντινό και συνηθισμένο.
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΚολιάτσου αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Καιροφύλας, Γιάννης (1995). Τοπωνύμια της Αθήνας, του Πειραιά και των περιχώρων. Αθήνα: Φιλιππότης. ISBN 9789602950746.