Κοκκινάρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κοκκινάρης < κόκκινος + -άρης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ko.ciˈna.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κοκ‐κι‐νά‐ρης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κοκκινάρης αρσενικό (θηλυκό Κοκκινάρη)