Κογιουμτζής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κογιουμτζής < επάγγελμα κουγιουμτζής (λέξη τουρκικής προέλευσης)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚογιουμτζής αρσενικό (θηλυκό Κογιουμτζή)
Δείτε επίσης : κογιουμτζής |
Κογιουμτζής αρσενικό (θηλυκό Κογιουμτζή)