Κοίλιας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κοίλιας | οι | Κοίλιες & Κοιλιέηδες |
γενική | του | Κοίλια | των | — Κοιλιέηδων |
αιτιατική | τον | Κοίλια | τους | Κοίλιες & Κοιλιέηδες |
κλητική | Κοίλια | Κοίλιες & Κοιλιέηδες | ||
Προφέρεται ως παροξύτονο με συνίζηση στην κατάληξη. Επίσης, πληθυντικός με κατάληξη -ι-αίοι. | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Πετρούνιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κοίλιας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈci.ʎas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κοί‐λιας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚοίλιας αρσενικό (θηλυκό Κοίλια)