Κιουτσουκώστας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Κιουτσουκώστας < παρωνύμιο στην οθωμανική τουρκική كوچوك (küçük, μικρός σε μέγεθος, νεότερος σε ηλικία) (στα τουρκικά küçük) + Κώστας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚιουτσουκώστας αρσενικό, (θηλυκό Κιουτσουκώστα)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε Κουτσούκος