Κερατσινιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Κερατσινιώτης < Κερατσίν(ι) + -ιώτης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ce.ɾa.t͡siˈɲo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κε‐ρα‐τσι‐νιώ‐της
Κύριο όνομα επεξεργασία
Κερατσινιώτης αρσενικό (θηλυκό Κερατσινιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατοικεί ή κατάγεται από το Κερατσίνι, κοντά στον Πειραιά.
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κερατσινιώτης
|