↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κερασίνα οι Κερασίνες
      γενική της Κερασίνας
    αιτιατική την Κερασίνα τις Κερασίνες
     κλητική Κερασίνα Κερασίνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κερασίνα < Κερασ(ία) + -ίνα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ce.ɾaˈsi.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κε‐ρα‐σί‐να

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κερασίνα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία