Κατηγορία:Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Κοντολέων' (νέα ελληνικά)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κοντολέων | οι | Κοντολέοντες |
γενική | του | Κοντολέοντος | των | Κοντολεόντων |
αιτιατική | τον | Κοντολέοντα | τους | Κοντολέοντες |
κλητική | Κοντολέων & Κοντολέον* |
Κοντολέοντες | ||
* Κατά την αρχαία κλίση. Επίσης, και άκλιτο. | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Κοντολέων (κλίση: θεράπων)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ανδρικά επώνυμα σε -ων με θέμα -οντ-
- ο Κοντολέων, του Κοντολέοντος, οι Κοντολέοντες
για τους συντάκτες: {{el-κλίση-'θεράπων'|επ}}
|