Καταρτζής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Καταρτζής < ενδεχομένως από επάγγελμα κανταρτζής < οθωμανική τουρκική ? (τουρκική kantarcı)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαταρτζής αρσενικό (θηλυκό Καταρτζή)
Καταρτζής αρσενικό (θηλυκό Καταρτζή)