Καστρίον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Καστρίον | τὰ | Καστρία | ||||
γενική | τοῦ | Καστρίου | τῶν | Καστρίων | ||||
δοτική | τῷ | Καστρίῳ | τοῖς | Καστρίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | Καστρίον | τὰ | Καστρία | ||||
κλητική ὦ! | Καστρίον | Καστρία | ||||||
Συνήθως στον ενικό | ||||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Καστρίον < → δείτε τη λέξη Καστρί
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαστρίον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) ονομασία οικισμών της Ελλάδας (κοινή νεοελληνική Καστρί)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Καστρί στη Βικιπαίδεια