Καρπούζης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Καρπούζης < καρπούζι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaɾˈpu.zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Καρ‐πού‐ζης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καρπούζης αρσενικό (θηλυκό Καρπούζη)