Καρανικόλας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ɾa.niˈko.las/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ρα‐νι‐κό‐λας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαρανικόλας αρσενικό (θηλυκό Καρανικόλα)
Καρανικόλας αρσενικό (θηλυκό Καρανικόλα)