Καρανάσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Καρανάσιος | οι | Καρανάσιοι |
γενική | του | Καρανάσιου | των | Καρανάσιων |
αιτιατική | τον | Καρανάσιο | τους | Καρανάσιους |
κλητική | Καρανάσιο | Καρανάσιοι | ||
Προφέρεται ως παροξύτονο με συνίζηση στην κατάληξη. | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Τσέλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Καρανάσιος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ɾaˈna.sçios/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ρα‐νά‐σιος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαρανάσιος αρσενικό (θηλυκό Καρανάσιου)