Δείτε επίσης: καράβολας

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Καράβολας οι Καράβολες
Κάραβολαίοι
      γενική του Καράβολα των
Κάραβολαίων
    αιτιατική τον Καράβολα τους Καράβολες
Κάραβολαίοι
     κλητική Καράβολα Καράβολες
Κάραβολαίοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σίνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Καράβολας < καράβολας (ιδιωματικό: [μεγάλο] σαλιγκάρι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kaˈɾa.vo.las/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐ρά‐βο‐λας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Καράβολας αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία