Καπερναούμ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Καπερναούμ < ελληνιστική κοινή Καπερναούμ, Καφαρναούμ < εβραϊκή כפר נחום (Kfar Nahum, χωριό του Ναούμ)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.peɾ.naˈum/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐περ‐να‐ούμ
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καπερναούμ θηλυκό άκλιτο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Καπερναούμ
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)