Κανάλιας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κανάλιας | οι | Κανάλιες & Καναλέηδες |
γενική | του | Κανάλια | των | — Καναλέηδων |
αιτιατική | τον | Κανάλια | τους | Κανάλιες & Καναλέηδες |
κλητική | Κανάλια | Κανάλιες & Καναλέηδες | ||
Προφέρεται ως παροξύτονο με συνίζηση στην κατάληξη. Επίσης, πληθυντικός με κατάληξη -αίοι. | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Κούγιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κανάλιας < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈna.ʎas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐νά‐λιας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚανάλιας αρσενικό (θηλυκό Κανάλια)