Καμαριζιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Καμαριζιώτης < Καμάριζ(α) + -ιώτης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.ma.ɾiˈzʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐μα‐ρι‐ζιώ‐της
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαμαριζιώτης αρσενικό (θηλυκό Καμαριζιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από την Καμάριζα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Καμαριζιώτης
|