Καλαμιώτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Καλαμιώτισσα < Καλαμιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.laˈmɲo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐λα‐μιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαλαμιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Καλαμιώτης
- προσωνυμία της Παναγίας
Συγγενικά
επεξεργασία- καλαμιώτικος
- → και δείτε τις λέξεις Καλάμι, Καλαμιά και Κάλαμος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καλαμιώτης
Καλαμιώτισσα
|