Καλαβρέζος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Καλαβρέζος < Καλαβρ(ία) + -έζος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.laˈvɾe.zos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐λα‐βρέ‐ζος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καλαβρέζος αρσενικό (θηλυκό Καλαβρέζα)
- (πατριδωνυμικό, οικείο) άλλη μορφή του Καλαβρός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Καλαβρία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Καλαβρέζος
→ δείτε τη λέξη Καλαβρός |
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Καλαβρία