↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καλίτσα οι Καλίτσες
      γενική της Καλίτσας
    αιτιατική την Καλίτσα τις Καλίτσες
     κλητική Καλίτσα Καλίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Καλίτσα < Καλ(ή) + -ίτσα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaˈli.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐λί‐τσα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Καλίτσα θηλυκό