↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καθαροδευτέρα οι Καθαροδευτέρες
      γενική της Καθαροδευτέρας
    αιτιατική την Καθαροδευτέρα τις Καθαροδευτέρες
     κλητική Καθαροδευτέρα Καθαροδευτέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Καθαροδευτέρα < καθαρο- + Δευτέρα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.θa.ɾo.ðeˈfte.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κα‐θα‐ρο‐δευ‐τέ‐ρα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Καθαροδευτέρα θηλυκό

  • (θρησκεία) άλλη μορφή του Καθαρά Δευτέρα
    ※  Ἡλιόφωτη ξημέρωσεν ἡ Καθαροδευτέρα / κ’ οἱ πάγοι λυώσαν κ’ εἶναι πιὰ στεγνὲς οἱ πλατωσιές / Καὶ τὰ σοκάκια γιόμισαν κ’ οἱ δρόμοι πέρα ὡς πέρα / μὲ μασκαράτες καὶ λογιῶνε φορεσιές.
    Σπύρος Παναγιωτόπουλος, Καθαροδευτέρα, Νέα Εστία, τόμος 41, τεύχος 473, σελ. 346

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Καθαροδευτέρα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)