Καβοντόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Καβοντόρος | οι | Καβοντόροι |
γενική | του | Καβοντόρου | των | Καβοντόρων |
αιτιατική | τον | Καβοντόρο | τους | Καβοντόρους |
κλητική | Καβοντόρε | Καβοντόροι | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Καβοντόρος < Κάβο Ντόρο• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.voˈdo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐βο‐ντό‐ρος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαβοντόρος αρσενικό
- (ακρωτήριο) άλλη μορφή του Κάβο Ντόρο
- ※ Κατερίνα, πες αλεύρι, ο Καβοντόρος σε γυρεύει, όποτε είχε φουσκοθαλασσιά κάτι αντίχριστα παίρνανε με τις λεμονόκουπες την Κατερίνα Μπασαντή, ο άντρας της, μάγειρας, είχε πνιγεί σε αύτανδρο ναυάγιο στην άλλη άκρη του κόσμου δώδεκα χρόνια πριν.
- Καρυστιάνη, Ιωάννα (1997), Μικρά Αγγλία
- ※ Κατερίνα, πες αλεύρι, ο Καβοντόρος σε γυρεύει, όποτε είχε φουσκοθαλασσιά κάτι αντίχριστα παίρνανε με τις λεμονόκουπες την Κατερίνα Μπασαντή, ο άντρας της, μάγειρας, είχε πνιγεί σε αύτανδρο ναυάγιο στην άλλη άκρη του κόσμου δώδεκα χρόνια πριν.
Μεταφράσεις
επεξεργασία Καβοντόρος
→ δείτε τη λέξη Κάβο Ντόρο |