Κάσσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Κάσσιος | οἱ | Κάσσιοι |
γενική | τοῦ | Κασσίου | τῶν | Κασσίων |
δοτική | τῷ | Κασσίῳ | τοῖς | Κασσίοις |
αιτιατική | τὸν | Κάσσιον | τοὺς | Κασσίους |
κλητική ὦ! | Κάσσιε | Κάσσιοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Κασσίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Κασσίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κάσσιος < (άμεσο δάνειο) λατινική Cassius < cassus < careo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *k̂es ή (s)ker
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚάσσιος αρσενικό
- ανδρικό όνομα
- ※ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Βρούτος, 7
- Ἐπεὶ δὲ πλειόνων στρατηγιῶν οὐσῶν τὴν μέγιστον ἔχουσαν ἀξίωμα, καλουμένην δὲ πολιτικήν, ἐπίδοξος ἦν ἢ Βροῦτος ἕξειν ἢ Κάσσιος, οἱ μὲν αὐτοὺς λέγουσιν, ἐξ αἰτιῶν προτέρων ἡσυχῇ διαφερομένους, ἔτι μᾶλλον ὑπὲρ τούτου διαστασιάσαι, καίπερ οἰκείους ὄντας (Ἰουνίᾳ γὰρ ἀδελφῇ Βρούτου συνῴκει Κάσσιος)
- → λείπει η μετάφραση
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Κάσσιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.