Ιλαντζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ιλαντζής < από επάγγελμα, άμεσο δάνειο από την οθωμανική τουρκική اعلانجی (ilancı, που βάζει ανακοινώσεις, διακηρύξεις σε τοίχους, αφισοκολλητής)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ιλαντζής αρσενικό (θηλυκό Ιλαντζή)