αφισοκολλητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αφισοκολλητής < αφισοκολλ(ώ) + -ητής
Ουσιαστικό επεξεργασία
αφισοκολλητής αρσενικό (θηλυκό αφισοκολλήτρια)
- (επάγγελμα) άτομο που κολλάει αφίσες εθελοντικά ή επαγγελματικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
αφισοκολλητής