Ιατρός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ιατρός | οι | Ιατροί |
γενική | του | Ιατρού | των | Ιατρών |
αιτιατική | τον | Ιατρό | τους | Ιατρούς |
κλητική | Ιατρέ | Ιατροί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.aˈtɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ι‐α‐τρός
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ιατρός αρσενικό (θηλυκό Ιατρού)