Ιακωβίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ιακωβίνα | οι | Ιακωβίνες |
γενική | της | Ιακωβίνας | — | |
αιτιατική | την | Ιακωβίνα | τις | Ιακωβίνες |
κλητική | Ιακωβίνα | Ιακωβίνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ιακωβίνα < (ελληνιστική κοινή) Ἰακώβ < εβραϊκά יעקב (Yaʿăqōḇ) < עקב (φτέρνα, ίχνος) → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΙακωβίνα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Ιακωβίνα
|