Θρακιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΘρακιώτης αρσενικό (θηλυκό Θρακιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατοικεί ή κατάγεται από τη Θράκη
Δείτε επίσης : θρακιώτης |
Θρακιώτης αρσενικό (θηλυκό Θρακιώτισσα)