Θιβετιανός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΘιβετιανός αρσενικό (θηλυκό Θιβετιανή)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από το Θιβέτ ή έχει θιβετιανή υπηκοότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία Θιβετιανός
|
Δείτε επίσης : θιβετιανός |
Θιβετιανός αρσενικό (θηλυκό Θιβετιανή)
|