↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Θεοπούλα οι Θεοπούλες
      γενική της Θεοπούλας
    αιτιατική τη Θεοπούλα τις Θεοπούλες
     κλητική Θεοπούλα Θεοπούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Θεοπούλα < θεο- + -πούλα (κόρη του Θεού)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /θe.oˈpu.la/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Θε‐ο‐πού‐λα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Θεοπούλα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία