Θαυμακό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Θαυμακό | ||
γενική | του | Θαυμακού | ||
αιτιατική | το | Θαυμακό | ||
κλητική | Θαυμακό | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Θαυμακό < ελληνιστική κοινή Θαυμακός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /θav.maˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Θαυ‐μα‐κό
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΘαυμακό ουδέτερο