Ηρακλειώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ηρακλειώτης < αρχαία ελληνική Ἡρακλειώτης. Συγχρονικά αναλύεται σε Ηράκλ(ειο) (ουδέτερο) ή Ηράκλ(εια), Ηρακλ(ειά) (θηλυκό) + -ιώτης
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.ɾaˈkʎo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Η‐ρα‐κλειώ‐της
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ηρακλειώτης αρσενικό (θηλυκό Ηρακλειώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) κάτοικος ή καταγόμενος από το Ηράκλειο ή την Ηράκλεια ή την Ηρακλειά
- (πατριδωνυμικό) συντόμευση του Νεοηρακλειώτης
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ηρακλειώτης
|