Ηγουμενίτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ηγουμενίτσα | οι | Ηγουμενίτσες |
γενική | της | Ηγουμενίτσας | — | |
αιτιατική | την | Ηγουμενίτσα | τις | Ηγουμενίτσες |
κλητική | Ηγουμενίτσα | Ηγουμενίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.ɣu.meˈni.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Η‐γου‐με‐νί‐τσα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ηγουμενίτσα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- πόλη και λιμάνι της Θεσπρωτίας
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ηγουμενίτσα
|