Ζωστήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ζωστήρ | οἱ | Ζωστῆρες |
γενική | τοῦ | Ζωστῆρος | τῶν | Ζωστήρων |
δοτική | τῷ | Ζωστῆρῐ | τοῖς | Ζωστῆρσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸν | Ζωστῆρᾰ | τοὺς | Ζωστῆρᾰς |
κλητική ὦ! | Ζωστήρ | Ζωστῆρες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ζωστῆρε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ζωστήροιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ζωστήρ < ζωστήρ
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΖωστήρ αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Ζωστήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press