Ζεβεδαῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ζεβεδαῖος | οἱ | Ζεβεδαῖοι | ||||
γενική | τοῦ | Ζεβεδαίου | τῶν | Ζεβεδαίων | ||||
δοτική | τῷ | Ζεβεδαίῳ | τοῖς | Ζεβεδαίοις | ||||
αιτιατική | τὸν | Ζεβεδαῖον | τοὺς | Ζεβεδαίους | ||||
κλητική ὦ! | Ζεβεδαῖε | Ζεβεδαῖοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ζεβεδαίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Ζεβεδαίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ζεβεδαῖος < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή זבדי (zab-dee')
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΖεβεδαῖος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)