Ζεβεδαίος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ζεβεδαίος < ελληνιστική κοινή Ζεβεδαῖος < εβραϊκή זבדי (zab-dee')
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ze.veˈðe.os/
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ζεβεδαίος αρσενικό
Εκφράσεις επεξεργασία
- τα παιδιά του Ζεβεδαίου ποιον είχαν πατέρα;: ερωτηματική έκφραση που χρησιμοποιείται είτε με σκωπτική διάθεση, είτε για να δείξει ότι τα συμπεράσματα είναι προφανή