Ζαφειρόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ζαφειρόπουλος | οι | Ζαφειρόπουλοι & Ζαφειροπουλαίοι1 |
γενική | του | Ζαφειρόπουλου & Ζαφειροπούλου |
των | Ζαφειρόπουλων2 & Ζαφειροπουλαίων |
αιτιατική | τον | Ζαφειρόπουλο | τους | Ζαφειρόπουλους3 & Ζαφειροπουλαίους |
κλητική | Ζαφειρόπουλε | Ζαφειρόπουλοι & Ζαφειροπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Ζαφειροπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Ζαφειροπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ζαφειρόπουλος < Ζαφείρ(ιος) / Ζαφείρ(ης) + -όπουλος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /za.fi.ˈɾo.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ζα‐φει‐ρόπ‐ου‐λος
- παρώνυμο: Ζαριφόπουλος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΖαφειρόπουλος αρσενικό (θηλυκό Ζαφειροπούλου)