Ζαρμπουταίικα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Ζαρμπουταίικα | ||
γενική | των | Ζαρμπουταίικων | ||
αιτιατική | τα | Ζαρμπουταίικα | ||
κλητική | Ζαρμπουταίικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ζαρμπουταίικα < επώνυμο Ζαρμπούτ(ης) + -αίικα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /zaɾ.buˈte.i.ca/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ζαρ‐μπου‐ταί‐ι‐κα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ζαρμπουταίικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ζαρμπουταίικα