Ζαμπέλλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ζαμπέλλα | οι | Ζαμπέλλες |
γενική | της | Ζαμπέλλας | — | |
αιτιατική | τη | Ζαμπέλλα | τις | Ζαμπέλλες |
κλητική | Ζαμπέλλα | Ζαμπέλλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ζαμπέλλα < → δείτε το όνομα Ιζαμπέλλα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΖαμπέλλα θηλυκό
- (σπάνιο, γυναικείο όνομα)
- ※ Ζαμπέλλα, με κάποια απορία: —Α, μπα; Ζέππος: —Ναι! Έσκασε, που λένε, η σφεντόνα! (διάλογος από το θεατρικό έργο Ο ποπολάρος, του Γρ. Ξενόπουλος, Νέα Εστία 171 (1 Φεβρουαρίου 1934), σ. 123)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Ζαμπέλλα
|