Ζαγάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ζαγάρης < ζαγάρ(ι) (< οθωμανική τουρκική زغر (zağar, κυνηγόσκυλο)) + -ης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΖαγάρης αρσενικό (θηλυκό Ζαγάρη)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ζαγάρη σελ.102 - Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.