↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Εὐπαλῖνος οἱ Εὐπαλῖνοι
      γενική τοῦ Εὐπαλίνου τῶν Εὐπαλίνων
      δοτική τῷ Εὐπαλίν τοῖς Εὐπαλίνοις
    αιτιατική τὸν Εὐπαλῖνον τοὺς Εὐπαλίνους
     κλητική ! Εὐπαλῖνε Εὐπαλῖνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Εὐπαλίνω
γεν-δοτ τοῖν  Εὐπαλίνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Εὐπαλῖνος ήδη τον 6ο αιώνα πκε < εὖ + πάλ(η) + -ῖνος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Εὐπαλῖνος, -ου αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία