Εὐβίοτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Εὐβίοτος | οἱ | Εὐβίοτοι |
γενική | τοῦ | Εὐβιότου | τῶν | Εὐβιότων |
δοτική | τῷ | Εὐβιότῳ | τοῖς | Εὐβιότοις |
αιτιατική | τὸν | Εὐβίοτον | τοὺς | Εὐβιότους |
κλητική ὦ! | Εὐβίοτε | Εὐβίοτοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Εὐβιότω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Εὐβιότοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Εὐβίοτος < αρχαία ελληνική εὖ + βίοτος < βίος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕὐβίοτος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Εὐβίοτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.