Δείτε επίσης: εὐβίοτος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Εὐβίοτος οἱ Εὐβίοτοι
      γενική τοῦ Εὐβιότου τῶν Εὐβιότων
      δοτική τῷ Εὐβιότ τοῖς Εὐβιότοις
    αιτιατική τὸν Εὐβίοτον τοὺς Εὐβιότους
     κλητική ! Εὐβίοτε Εὐβίοτοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Εὐβιότω
γεν-δοτ τοῖν  Εὐβιότοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Εὐβίοτος < αρχαία ελληνική εὖ + βίοτος < βίος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Εὐβίοτος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία