Ευστάθιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ευστάθιος | οι | Ευστάθιοι |
γενική | του | Ευστάθιου & Ευσταθίου |
των | Ευστάθιων & Ευσταθίων |
αιτιατική | τον | Ευστάθιο | τους | Ευστάθιους & Ευσταθίους |
κλητική | Ευστάθιε | Ευστάθιοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ευστάθιος < αρχαία ελληνική Εὐστάθιος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /efˈsta.θi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ευ‐στά‐θι‐ος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕυστάθιος αρσενικό (θηλυκό Ευσταθία)