Ευσεβούλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ευσεβούλα | οι | Ευσεβούλες |
γενική | της | Ευσεβούλας | — | |
αιτιατική | την | Ευσεβούλα | τις | Ευσεβούλες |
κλητική | Ευσεβούλα | Ευσεβούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ευσεβούλα < Ευσεβ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα ή του Ευσεβεία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΕυσεβούλα θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ευσεβία
Ευσεβούλα
|