Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ευπραξούλα οι Ευπραξούλες
      γενική της Ευπραξούλας
    αιτιατική την Ευπραξούλα τις Ευπραξούλες
     κλητική Ευπραξούλα Ευπραξούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ευπραξούλα < Ευπραξ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ευπραξούλα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ευπραξία