Ευπαλιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ef.paˈʎo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ευ‐πα‐λιώ‐της
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ευπαλιώτης αρσενικό (θηλυκό Ευπαλιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Ευπάλιο ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
- → και δείτε τη λέξη Ευπάλιο
Μεταφράσεις επεξεργασία
Ευπαλιώτης
|