Ευθυμούλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ευθυμούλα | οι | Ευθυμούλες |
γενική | της | Ευθυμούλας | — | |
αιτιατική | την | Ευθυμούλα | τις | Ευθυμούλες |
κλητική | Ευθυμούλα | Ευθυμούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ευθυμούλα < Ευθυμ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ευθυμούλα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ευθυμία
Ευθυμούλα
|